- εντερόρροια
- ηη διάρροια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ευκοιλιότητα — η (Μ εὐκοιλιότης) [ευκοίλιος] η ιδιότητα τού ευκοίλιου νεοελλ. ιατρ. ανωμαλία τών εντερικών λειτουργιών που χαρακτηρίζεται από συχνές και υδαρείς κενώσεις, η διάρροια, η εντερόρροια … Dictionary of Greek